μπεκρολόι
Смотреть что такое "μπεκρολόι" в других словарях:
μπεκρολόι — το βλ. μπεκρολόγημα … Dictionary of Greek
μπεκρολόγημα — και μπεκρολόι, το υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μεθοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < μπεκρολόγημα < μπεκρολογώ. Ο τ. μπεκρολόι < μπεκρής + λόι*] … Dictionary of Greek